H γλυπτική του Μιχάλη Κευγά, κείμενο του Σωκράτη Λούπα Ιστορικού της Τέχνης

Η γλυπτική του Μιχάλη Κευγά δεν αρχίζει με το σκάλισμα της πέτρας αλλά με την αναζήτησή της μέσα στη φύση, επειδή εκεί, στο έδαφος ή στην άκρη της θάλασσας, έχει ήδη συντελεστεί η πρώτη τυχαία μορφοποίηση του λίθου. Αυτός θα προκαλέσει την προσοχή του καλλιτέχνη και την επιθυμία του να τον αποσπάσει από το φυσικό περιβάλλον του, να ανιχνεύσει τη μορφή που εγκλείει- ανθρώπινη πάντοτε- και να την ανασύρει με τη σμίλη στην επιφάνεια.

Ο χρόνος δεν έχει μεταβάλει το ύφος και τον τρόπο της δουλειάς του. Από τη δεκαετία του 1980 έως σήμερα, ο Κευγάς πραγματεύεται εμφατικά το ανθρώπινο πρόσωπο, θέλοντας να συλλάβει όσον το δυνατόν περισσότερες από τις εκφραστικές μεταπτώσεις του. Λαξεύει τη μορφή, σε πετρώματα ή ξύλα, εμπνεόμενος από την αρχαία ελληνική τέχνη, τη νεότερη λαϊκή και τους προκολομβιανούς πολιτισμούς. Η ελευθερία με την οποία χρησιμοποιεί τις πηγές του διακρίνεται στον έντονο εξπρεσιονισμό που σφραγίζει τη δημιουργία του.

Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει ο θεατής από την επαφή του με τα μικρών διαστάσεων έργα είναι ο μνημειακός και επικός χαρακτήρας τους, επίσης δε η αίσθηση ότι αυτός δεν μειώνεται καθόλου από το μικρό μέγεθος. Αντιθέτως, είναι αυτό, το μικρό μέγεθος, που τα καθιστά περισσότερο άμεσα και ευθύβολα. Την εντύπωση του μνημειακού ενισχύουν η αρχαϊκότητα του ύφους και η δραματική ένταση που συνέχει τα πρόσωπα. Οι δυναμικές μορφές προβάλλουν συνωθούμενες στην επιφάνεια της πέτρας κατά ζεύγη, αντιμέτωπες, παράλληλες ή σε πολυπρόσωπες, συχνά επάλληλες, συνθέσεις. Τα πρόσωπα, είτε κραυγάζουν είτε επικοινωνούν σιωπηρά μεταξύ τους, μεταδίδουν ανησυχία, θλίψη και σπαραγμό.

Στα περίοπτα γλυπτά, που θυμίζουν τοτέμ, η αδρή σμίλευση εναρμονίζεται με την τραχιά επιφάνεια του υλικού. Τα ακατέργαστα σημεία της πέτρας συμπληρώνουν τη σύνθεση και δημιουργούν ένα είδος non finitο που οξύνει την οπτική εμπειρία.

Ενίοτε, τα ανάγλυφα ενώ δημιουργούν την εντύπωση ότι αποσπάστηκαν βίαια από ένα ευρύτερο σύνολο, στην πραγματικότητα λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς να χρειάζονται την κηδεμονία του ευρύτερου πλαισίου. Στις συνθέσεις αυτές οι μορφές τοποθετούνται σε πυκνή διάταξη, σε πλάγια ή μετωπική στάση, καθώς η μισή τους πλευρά βυθίζεται στον χώρο του φόντου. Ιδιαιτέρως εκμεταλλεύσιμη είναι εδώ η σκιά, η οποία ενισχύει τους όγκους και συμπληρώνει τη σύνθεση. Στα χαμηλά ανάγλυφα, όπου σχεδόν απουσιάζει η τρίτη διάσταση, οι μορφές, καθώς απλώνονται- διαχέονται θα έλεγε κανείς- στην επιφάνεια της πέτρας, συνιστούν γλυπτές φορητές εικόνες, οπότε η γλυπτική συγχέεται με τη ζωγραφική εντύπωση.

Οι ποιότητες των λίθινων έργων μεταφέρονται με επιτυχία και στα ορειχάλκινα, τα οποία, όταν εμπλουτιστούν με πατίνα μεταδίδουν ποικίλες πλαστικές και χρωματικές εντυπώσεις. Ο Κευγάς εργάζεται με ευχέρεια και σε γλυπτά πολύ μικρών διαστάσεων, ιδίως κεφαλές ανδρών και γυναικών, στα οποία χωρίς προθέσεις διακοσμητικής, αποτυπώνει πλήρη την εκφραστικότητα των μεγαλύτερων έργων. Προσδίδει, επίσης, στα λίθινα ή τα μετάλλινα φθορές αρχαιολογικού τύπου, όπως τραυματισμούς ή αποκοπή τμημάτων της μορφής, οι οποίες εντείνουν την ήδη υπάρχουσα εξπρεσιονιστική διάθεση του γλυπτού.
     
Εργάτης μιας πανάρχαιας τέχνης και ερευνητής ακάματος της ανθρώπινης μορφής στην μικρογραφική της εκδοχή, ο Κευγάς μετέδωσε στις γλυπτές εικόνες του την ένταση και τη διάσταση του συναισθήματος.

Σωκράτης Λούπας
Ιστορικός της Τέχνης